- ανόπιν
- ἀνόπιν επίρρ. (AM)1. προς τα πίσω2. (για βιβλία, κείμενα κ.λπ.) πιο πριν, προηγουμένως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνόπιν — backwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)